συνάξῃς

συνάξῃς
συνά̱ξῃς , συνάγνυμι
break to pieces
aor subj act 2nd sg
συνάγω
bring together
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνάξης — σύναξις gathering fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • πανελληνισμός — Με τον όρο αυτόν χαρακτηρίστηκε η ιδέα της σύναξης όλων των Ελλήνων καθώς και των εδαφών που κατοικούνταν από αυτούς, στα όρια ενός ενιαίου εθνικού κράτους. Ο όρος είναι ταυτόσημος προς τη Μεγάλη Ιδέα. Η ιδέα του π. άρχισε να καλλιεργείται μετά… …   Dictionary of Greek

  • πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… …   Dictionary of Greek

  • σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”